Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
διαταγή
διαταγή
Greek
Noun
διαταγή
•
(
diatagí
)
f
(
plural
διαταγές
)
command
,
order
Declension
declension of
διαταγή
singular
plural
nominative
διαταγή
διαταγές
genitive
διαταγής
διαταγών
accusative
διαταγή
διαταγές
vocative
διαταγή
διαταγές
Similar Results