Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
διαφθορά
διαφθορά
Greek
Noun
διαφθορά
•
(
diafthorá
)
f
(
plural
διαφθορές
)
corruption
,
vice
Declension
declension of
διαφθορά
singular
plural
nominative
διαφθορά
διαφθορές
genitive
διαφθοράς
διαφθορών
accusative
διαφθορά
διαφθορές
vocative
διαφθορά
διαφθορές
See also
διαφορά
f
(
diaforá
,
“
difference
”
)
Similar Results