Definify.com
Definition 2024
διγαμία
διγαμία
Greek
Noun
διγαμία • (digamía) f (plural διγαμίες)
Declension
declension of διγαμία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διγαμία | διγαμίες |
genitive | διγαμίας | διγαμιών |
accusative | διγαμία | διγαμίες |
vocative | διγαμία | διγαμίες |
Related terms
- δίγαμος (dígamos, “bigamous”)