Definify.com
Definition 2024
διδακτορία
διδακτορία
Greek
Noun
διδακτορία • (didaktoría) f (plural διδακτορίες)
- (education) doctorate (qualification or course of study)
Declension
declension of διδακτορία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διδακτορία | διδακτορίες |
genitive | διδακτορίας | διδακτοριών |
accusative | διδακτορία | διδακτορίες |
vocative | διδακτορία | διδακτορίες |
Related terms
- see: διδαχή f (didachí, “instruction”)