Definify.com
Definition 2024
διεμφυλικός
διεμφυλικός
Greek
Adjective
διεμφυλικός • (diemfylikós)
- transgender, transsexual
- 2010, Jamrat Mason (translator unattributed) Ούτε άντρας, ούτε γυναίκα. Είμαι τρανσέξουαλ.
- Επιτρέψτε μου να σας πω, όταν είσαι διεμφυλικός, δε μπορείς να ξεφύγεις απ’ το σεξισμό, ωθείσαι μέσα σε ένα τεράστιο τέλμα σεξισμού.
- Let me tell you, when you're a transexual, you do not escape sexism, you are pushed right into an enormous swamp of sexism.
- Επιτρέψτε μου να σας πω, όταν είσαι διεμφυλικός, δε μπορείς να ξεφύγεις απ’ το σεξισμό, ωθείσαι μέσα σε ένα τεράστιο τέλμα σεξισμού.
- 2010, Jamrat Mason (translator unattributed) Ούτε άντρας, ούτε γυναίκα. Είμαι τρανσέξουαλ.
Synonyms
- τρανσέξουαλ (transéxoual)