Definify.com
Definition 2024
διερμηνέας
διερμηνέας
Greek
Noun
διερμηνέας • (dierminéas) m f (plural διερμηνείς, feminine διερμηνεία)
- interpreter (person who interprets something)
- (computing) interpreter
Declension
declension of διερμηνέας
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | διερμηνέας | διερμηνείς | |
genitive | διερμηνέα | διερμηνέων | |
accusative | διερμηνέα | διερμηνείς | |
vocative | διερμηνέα | διερμηνείς | |
the feminine singular form is διερμηνέως |
Synonyms
- διερμηνευτής m f (diermineftís)
Coordinate terms
- διερμηνεύω (dierminévo, “to interpret”)
- μεταφράζω (metafrázo, “to translate”)