Definify.com
Definition 2024
διερμηνευτές
διερμηνευτές
Greek
Noun
διερμηνευτές • (diermineftés) m
- Nominative plural form of διερμηνευτής (diermineftís).
- Accusative plural form of διερμηνευτής (diermineftís).
- Vocative plural form of διερμηνευτής (diermineftís).