Definify.com
Definition 2024
δικάταρτο
δικάταρτο
Greek
Noun
δικάταρτο • (dikátarto) n (plural δικάταρτα)
Declension
declension of δικάταρτο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δικάταρτο | δικάταρτα |
genitive | δικάταρτου | δικάταρτων |
accusative | δικάταρτο | δικάταρτα |
vocative | δικάταρτο | δικάταρτα |
Synonyms
- μπρίκι n (bríki)
Related terms
- δικάταρτος (dikátartos, “two-masted”)
- τρικάταρτος (trikátartos, “three-masted”)