Definify.com
Definition 2024
δικαιαδίκῳ
δικαιαδίκῳ
See also: δικαιαδίκω
Ancient Greek
Adjective
δικαιαδίκῳ • (dikaiadíkōi)
- singular masculine dative of δικαιάδικος (dikaiádikos)
- singular feminine dative of δικαιάδικος (dikaiádikos)
- singular neuter dative of δικαιάδικος (dikaiádikos)