Definify.com
Definition 2025
δικηγόρος
δικηγόρος
Greek
Noun
δικηγόρος • (dikigóros) m, f (plural δικηγόροι)
Declension
declension of δικηγόρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δικηγόρος | δικηγόροι |
genitive | δικηγόρου | δικηγόρων |
accusative | δικηγόρο | δικηγόρους |
vocative | δικηγόρε | δικηγόροι |
Coordinate terms
- see: δίκη f (díki, “trial”)
See also
- συμβολαιογράφος m, f (symvolaiográfos, “notary public”)