Definify.com
Definition 2024
δικτάτορας
δικτάτορας
Greek
Noun
δικτάτορας • (diktátoras) m (plural δικτάτορες)
- (politics) dictator
Declension
declension of δικτάτορας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δικτάτορας | δικτάτορες |
genitive | δικτάτορα | δικτατόρων |
accusative | δικτάτορα | δικτάτορες |
vocative | δικτάτορα | δικτάτορες |