Definify.com
Definition 2024
δικτατορία
δικτατορία
Greek
Noun
δικτατορία • (diktatoría) f (plural δικτατορίες)
- (politics) dictatorship
Declension
declension of δικτατορία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δικτατορία | δικτατορίες |
genitive | δικτατορίας | δικτατοριών |
accusative | δικτατορία | δικτατορίες |
vocative | δικτατορία | δικτατορίες |
Synonyms
- τυραννία f (tyrannía)
External links
- δικτατορία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el