Definify.com
Definition 2024
διπροσωπία
διπροσωπία
Greek
Noun
διπροσωπία • (diprosopía) f (plural διπροσωπίες)
Declension
declension of διπροσωπία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διπροσωπία | διπροσωπίες |
genitive | διπροσωπίας | διπροσωπιών |
accusative | διπροσωπία | διπροσωπίες |
vocative | διπροσωπία | διπροσωπίες |