Definify.com
Definition 2025
δισεκατομμύριο
δισεκατομμύριο
Greek
Noun
δισεκατομμύριο • (disekatommýrio) n (plural δισεκατομμύριο)
Declension
declension of δισεκατομμύριο
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | δισεκατομμύριο | δισεκατομμύρια |
| genitive | δισεκατομμύριου / δισεκατομμυρίου | δισεκατομμύριων / δισεκατομμυρίων |
| accusative | δισεκατομμύριο | δισεκατομμύρια |
| vocative | δισεκατομμύριο | δισεκατομμύρια |
Coordinate terms
- see: Greek number and measurement