Definify.com
Definition 2024
δισκίο
δισκίο
Greek
Noun
δισκίο • (diskío) n (plural δισκία)
- (medicine, pharmacology) tablet, pill, caplet
Declension
declension of δισκίο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δισκίο | δισκία |
genitive | δισκίου | δισκίων |
accusative | δισκίο | δισκία |
vocative | δισκίο | δισκία |