Definify.com
Definition 2024
δισκογραφία
δισκογραφία
Greek
Noun
δισκογραφία • (diskografía) f (plural δισκογραφίες)
Declension
declension of δισκογραφία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δισκογραφία | δισκογραφίες |
genitive | δισκογραφίας | δισκογραφιών |
accusative | δισκογραφία | δισκογραφίες |
vocative | δισκογραφία | δισκογραφίες |
External links
- δισκογραφία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el