Definify.com
Definition 2024
διυλιστήριο
διυλιστήριο
Greek
Noun
διυλιστήριο • (diylistírio) n (plural διυλιστήρια)
Declension
declension of διυλιστήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διυλιστήριο | διυλιστήρια |
genitive | διυλιστηρίου | διυλιστηρίων |
accusative | διυλιστήριο | διυλιστήρια |
vocative | διυλιστήριο | διυλιστήρια |