Definify.com
Definition 2025
διχοτόμηση
διχοτόμηση
Greek
Noun
διχοτόμηση • (dichotómisi) f (plural διχοτομήσεις)
Declension
declension of διχοτόμηση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | διχοτόμηση | διχοτομήσεις |
| genitive | διχοτόμησης / διχοτομήσεως | διχοτομήσεων |
| accusative | διχοτόμηση | διχοτομήσεις |
| vocative | διχοτόμηση | διχοτομήσεις |
Synonyms
- (split): διχασμός m (dichasmós)