Definify.com
Definition 2024
δοκιμαστικών_σωλήνων
δοκιμαστικών σωλήνων
Greek
Noun
δοκιμαστικών σωλήνων • (dokimastikón solínon) m
- Genitive plural form of δοκιμαστικός σωλήνας (dokimastikós solínas).
δοκιμαστικών σωλήνων • (dokimastikón solínon) m