Definify.com
Definition 2024
δολιοφθορά
δολιοφθορά
Greek
Noun
δολιοφθορά • (doliofthorá) f (plural δολιοφθορές)
- (military) sabotage (deliberate action aimed at weakening an enemy)
- (military) sabotage (acts with intent to obstruct the national defenses of a country)
Declension
declension of δολιοφθορά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δολιοφθορά | δολιοφθορές |
genitive | δολιοφθοράς | δολιοφθορών |
accusative | δολιοφθορά | δολιοφθορές |
vocative | δολιοφθορά | δολιοφθορές |