Definify.com

Definition 2024


δολοφόνισσα

δολοφόνισσα

Greek

Noun

δολοφόνισσα (dolofónissa) f (plural δολοφόνισσες, masculine δολοφόνος)

  1. murderer, murderess

Declension

Related terms

see: δολοφονία f (dolofonía, murder)