Definify.com
Definition 2024
δουλείες
δουλείες
See also: δουλειές
Greek
Noun
δουλείες • (douleíes) f
- Nominative plural form of δουλεία (douleía).
- Accusative plural form of δουλεία (douleía).
- Vocative plural form of δουλεία (douleía).
δουλείες • (douleíes) f