Definify.com
Definition 2024
δοχείο
δοχείο
Greek
Noun
δοχείο • (docheío) n (plural δοχεία)
Declension
declension of δοχείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δοχείο | δοχεία |
genitive | δοχείου | δοχείων |
accusative | δοχείο | δοχεία |
vocative | δοχείο | δοχεία |