Definify.com
Definition 2024
δραματουργός
δραματουργός
Greek
Noun
δραματουργός • (dramatourgós) m, f (plural δραματουργοί)
- dramatist, playwright
- (rare): dramaturge
Declension
declension of δραματουργός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δραματουργός | δραματουργοί |
genitive | δραματουργού | δραματουργών |
accusative | δραματουργό | δραματουργούς |
vocative | δραματουργέ | δραματουργοί |