Definify.com
Definition 2024
δρομολογητής
δρομολογητής
Greek
Noun
δρομολογητής • (dromologitís) m (plural δρομολογητές)
Declension
declension of δρομολογητής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δρομολογητής | δρομολογητές |
genitive | δρομολογητή | δρομολογητών |
accusative | δρομολογητή | δρομολογητές |
vocative | δρομολογητή | δρομολογητές |