Definify.com
Definition 2025
δρομολογητής
δρομολογητής
Greek
Noun
δρομολογητής • (dromologitís) m (plural δρομολογητές)
Declension
declension of δρομολογητής
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | δρομολογητής | δρομολογητές |
| genitive | δρομολογητή | δρομολογητών |
| accusative | δρομολογητή | δρομολογητές |
| vocative | δρομολογητή | δρομολογητές |