Definify.com
Definition 2024
δυναμοδότη
δυναμοδότη
Greek
Noun
δυναμοδότη • (dynamodóti) f
Declension
declension of δυναμοδότη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δυναμοδότη | δυναμοδότες |
genitive | δυναμοδότης | δυναμοδοτών |
accusative | δυναμοδότη | δυναμοδότες |
vocative | δυναμοδότη | δυναμοδότες |