Definify.com
Definition 2025
δυσλειτουργία
δυσλειτουργία
Greek
Noun
δυσλειτουργία • (dysleitourgía) f (plural δυσλειτουργίες)
Declension
declension of δυσλειτουργία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δυσλειτουργία | δυσλειτουργίες |
genitive | δυσλειτουργίας | δυσλειτουργιών |
accusative | δυσλειτουργία | δυσλειτουργίες |
vocative | δυσλειτουργία | δυσλειτουργίες |