Definify.com
Definition 2024
δυφιοαπεικόνιση
δυφιοαπεικόνιση
Greek
Noun
δυφιοαπεικόνιση • (dyfioapeikónisi) f (plural δυφιοαπεικονίσεις)
Declension
declension of δυφιοαπεικόνιση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δυφιοαπεικόνιση | δυφιοαπεικονίσεις |
genitive | δυφιοαπεικόνισης / δυφιοαπεικονίσεως | δυφιοαπεικονίσεων |
accusative | δυφιοαπεικόνιση | δυφιοαπεικονίσεις |
vocative | δυφιοαπεικόνιση | δυφιοαπεικονίσεις |