Definify.com
Definition 2024
δόνηση
δόνηση
Greek
Noun
δόνηση • (dónisi) f (plural δονήσεις)
Declension
declension of δόνηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δόνηση | δονήσεις |
genitive | δόνησης / δονήσεως | δονήσεων |
accusative | δόνηση | δονήσεις |
vocative | δόνηση | δονήσεις |
Synonyms
- κραδασμός m (kradasmós)
Derived terms
- σεισμική δόνηση f (seismikí dónisi, “earth tremor”)