Definify.com
Definition 2024
δόση
δόση
Greek
Noun
δόση • (dósi) f (plural δόσεις)
- dose, instalment, tranche
- (medicine) dose (of medication)
- (sciences) dose (of radiation)
- ισοδύναμη δόση ― isodýnami dósi ― equivalent dose
Declension
declension of δόση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δόση | δόσεις |
genitive | δόσης / δόσεως | δόσεων |
accusative | δόση | δόσεις |
vocative | δόση | δόσεις |