Definify.com
Definition 2024
δύναμη
δύναμη
Greek
Alternative forms
- (Katharevousa) δύναμις (dýnamis, “power”)
Noun
δύναμη • (dýnami) f (plural δυνάμεις)
- power, force, strength, brawn
- (military) force
- δύναμη καταδρομών (commando force)
- (physics) force
- Η ισχύς ισούται με το γινόμενο της ταχύτητας επί τη δύναμη. (Power equals the velocity multiplied by the force.)
Declension
declension of δύναμη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δύναμη | δυνάμεις |
genitive | δύναμης / δυνάμεως | δυνάμεων |
accusative | δύναμη | δυνάμεις |
vocative | δύναμη | δυνάμεις |
Synonyms
- (power): ισχύς f (ischýs) (physics))
Related terms
- δύναμη καταδρομών f (dýnami katadromón, “commando force”)