Definify.com
Definition 2024
είδωλο
είδωλο
Greek
Noun
είδωλο • (eídolo) n (plural είδωλα)
Declension
declension of είδωλο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | είδωλο | είδωλα |
genitive | ειδώλου | ειδώλων |
accusative | είδωλο | είδωλα |
vocative | είδωλο | είδωλα |
Synonyms
- (idol): ίνδαλμα n (índalma)
- see: εικόνα f (eikóna, “icon”)