Definify.com
Definition 2024
είσοδος
είσοδος
See also: εἴσοδος
Greek
Noun
είσοδος • (eísodos) f (plural είσοδοι)
Declension
declension of είσοδος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | είσοδος | είσοδοι |
genitive | εισόδου | εισόδων |
accusative | είσοδο | εισόδους |
vocative | είσοδε | είσοδοι |
Antonyms
- έξοδος f (éxodos, “exit”)