Definify.com
Definition 2024
εγκέφαλος
εγκέφαλος
See also: ἐγκέφαλος
Greek
Noun
εγκέφαλος • (enkéfalos) m (plural εγκέφαλοι)
Declension
declension of εγκέφαλος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εγκέφαλος | εγκέφαλοι |
genitive | εγκεφάλου | εγκεφάλων |
accusative | εγκέφαλο | εγκεφάλους |
vocative | εγκέφαλε | εγκέφαλοι |