Definify.com
Definition 2024
εγκληματίας
εγκληματίας
Greek
Noun
εγκληματίας • (enklimatías) m, f (plural εγκληματίες)
Declension
declension of εγκληματίας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εγκληματίας | εγκληματίες |
genitive | εγκληματία | εγκληματιών |
accusative | εγκληματία | εγκληματίες |
vocative | εγκληματία | εγκληματίες |