Definify.com
Definition 2024
εγκληματολογικοί
εγκληματολογικοί
Greek
Adjective
εγκληματολογικοί • (enklimatologikoí)
- Nominative masculine plural form of εγκληματολογικός (enklimatologikós).
- Vocative masculine plural form of εγκληματολογικός (enklimatologikós).