Definify.com
Definition 2024
εγκληματολόγος
εγκληματολόγος
Greek
Noun
εγκληματολόγος • (enklimatológos) m, f (plural εγκληματολόγοι)
Declension
declension of εγκληματολόγος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εγκληματολόγος | εγκληματολόγοι |
genitive | εγκληματολόγου | εγκληματολόγων |
accusative | εγκληματολόγο | εγκληματολόγους |
vocative | εγκληματολόγε | εγκληματολόγοι |
Related terms
- εγκληματολογία f (enklimatología, “criminology”)
External links
- Εγκληματολογία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el