Definify.com
Definition 2024
εγχείρηση
εγχείρηση
Greek
Alternative forms
- εγχείριση f (encheírisi)
Noun
εγχείρηση • (encheírisi) f (plural εγχειρήσεις)
Declension
declension of εγχείρηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εγχείρηση | εγχειρήσεις |
genitive | εγχείρησης / εγχειρήσεως | εγχειρήσεων |
accusative | εγχείρηση | εγχειρήσεις |
vocative | εγχείρηση | εγχειρήσεις |