Definify.com
Definition 2024
εγχειρίδιο
εγχειρίδιο
Greek
Noun
εγχειρίδιο • (encheirídio) n (plural εγχειρίδια)
Declension
declension of εγχειρίδιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εγχειρίδιο | εγχειρίδια |
genitive | εγχειριδίου | εγχειριδίων |
accusative | εγχειρίδιο | εγχειρίδια |
vocative | εγχειρίδιο | εγχειρίδια |