Definify.com
Definition 2024
εθελοντικά
εθελοντικά
Greek
Alternative forms
- εθελοντικώς (ethelontikós)
Adverb
εθελοντικά • (ethelontiká)
- voluntarily (in a voluntary manner)
Related terms
- see: εθελοντής m (ethelontís, “volunteer”)
εθελοντικά • (ethelontiká)