Definify.com
Definition 2024
εθνογραφία
εθνογραφία
Greek
Noun
εθνογραφία • (ethnografía) f (plural εθνογραφίες)
Declension
declension of εθνογραφία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εθνολογία | εθνολογίες |
genitive | εθνολογίας | εθνολογιών |
accusative | εθνολογία | εθνολογίες |
vocative | εθνολογία | εθνολογίες |
Related terms
- εθνολογία f (ethnología, “ethnology”)
- εθνογράφος m, f (ethnográfos, “ethnographer”)