Definify.com

Definition 2024


ειδικέ

ειδικέ

Greek

Adjective

ειδικέ (eidiké)

  1. Vocative masculine singular form of ειδικός (eidikós).

Noun

ειδικέ (eidiké) m

  1. Vocative singular form of ειδικός (eidikós).