Definify.com
Definition 2024
ειδωλολάτρισσα
ειδωλολάτρισσα
Greek
Noun
ειδωλολάτρισσα • (eidololátrissa) f (plural ειδωλολάτρισσες, masculine ειδωλολάτρης)
Declension
declension of ειδωλολάτρισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ειδωλολάτρισσα | ειδωλολάτρισσες |
genitive | ειδωλολάτρισσας | ειδωλολατρισσών |
accusative | ειδωλολάτρισσα | ειδωλολάτρισσες |
vocative | ειδωλολάτρισσα | ειδωλολάτρισσες |