Definify.com
Definition 2024
εικασία
εικασία
Greek
Noun
εικασία • (eikasía) f (plural εικασίες)
- guess, conjecture, guesswork
- κάνω εικασία (make a guess)
Declension
declension of εικασία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εικασία | εικασίες |
genitive | εικασίας | εικασιών |
accusative | εικασία | εικασίες |
vocative | εικασία | εικασίες |
Related terms
- εικάζω (eikázo, “to suppose”)