Definify.com
Definition 2024
εισαγγελέα
εισαγγελέα
Greek
Noun
εισαγγελέα • (eisangeléa) m
- genitive singular of εισαγγελέας (eisangeléas)
- accusative singular of εισαγγελέας (eisangeléas)
- vocative singular of εισαγγελέας (eisangeléas)
εισαγγελέα • (eisangeléa) m