Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
εισβολή
εισβολή
Greek
Noun
εισβολή
•
(
eisvolí
)
f
(
plural
εισβολές
)
(
military
)
invasion
Declension
declension of
εισβολή
singular
plural
nominative
εισβολή
εισβολές
genitive
εισβολής
εισβολών
accusative
εισβολή
εισβολές
vocative
εισβολή
εισβολές
Similar Results