Definify.com
Definition 2024
εισιτήριο
εισιτήριο
Greek
Noun
εισιτήριο • (eisitírio) n (plural εισιτήρια)
- (transport, theater) ticket for bus, train, etc, or theatre, etc
Declension
declension of εισιτήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εισιτήριο | εισιτήρια |
genitive | εισιτηρίου | εισιτηρίων |
accusative | εισιτήριο | εισιτήρια |
vocative | εισιτήριο | εισιτήρια |
Related terms
- απλό εισιτήριο n (apló eisitírio, “one-way ticket”)
- εισιτήριο άνευ επιστροφής n (eisitírio áney epistrofís, “ticket without return”)
- εισιτήριο μετ' επιστροφής f (eisitírio met' epistrofís, “return ticket”)
- εισιτήριο διαρκείας n (eisitírio diarkeías, “season ticket”)
Coordinate terms
- μισό n (misó, “half fare”)