Definify.com
Definition 2024
εισφορές
εισφορές
Greek
Noun
εισφορές • (eisforés) f
- Nominative plural form of εισφορά (eisforá).
- Accusative plural form of εισφορά (eisforá).
- Vocative plural form of εισφορά (eisforá).
εισφορές • (eisforés) f