Definify.com
Definition 2024
εισόδημα
εισόδημα
Greek
Noun
εισόδημα • (eisódima) n (plural εισοδήματα)
Declension
declension of εισόδημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εισόδημα | εισοδήματα |
genitive | εισοδήματος | εισοδημάτων |
accusative | εισόδημα | εισοδήματα |
vocative | εισόδημα | εισοδήματα |