Definify.com
Definition 2025
εκατόλιτρο
εκατόλιτρο
Greek
Noun
εκατόλιτρο • (ekatólitro) n (plural εκατόλιτροα)
- hectolitre (UK), hectoliter (US) (100 litres)
Declension
declension of εκατόλιτρο
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | εκατόλιτρο | εκατόλιτρα |
| genitive | εκατόλιτρου / χιλιομέτρου | εκατόλιτρων / χιλιομέτρων |
| accusative | εκατόλιτρο | εκατόλιτρα |
| vocative | εκατόλιτρο | εκατόλιτρα |